- μεταμορφικός
- -ή -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή μορφής, στη μεταμόρφωση2. αυτός που προκαλεί μεταμόρφωση3. αυτός που υπέστη μεταμόρφωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμορφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].
Dictionary of Greek. 2013.